- μακροπτύστας
- μακροπτύστᾱς , μακροπτύστηςspitting far from onemasc acc plμακροπτύστᾱς , μακροπτύστηςspitting far from onemasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακροπτύστης — μακροπτύστης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που φτύνει σε μεγάλη απόσταση 2. σκωπτική ονομασία για άνθρωπο αλαζόνα, υπερφίαλο («καὶ τοῡτο ἐπὶ τῶν κούφως φερομένων καὶ ἀλαζόνων φησὶ τὸ μὴ εἰς τὸν κόλπον πτύειν, οὓς καὶ διὰ τοῡτο ἡ συνήθεια μακροπτύστας… … Dictionary of Greek